- προγκάω
- προγκάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ), πρόγκηξα βλ. πίν. 66
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προγκίζω — και προγκάω πρόγκιξα, προγκισμένος 1. μτβ., με φωνές αποδιώχνω: Πρόγκα τα πρόβατα να πάνε πέρα. 2. κοροϊδεύω, αποδοκιμάζω με φωνές: Μόλις ανέβηκε στο βήμα, τον πρόγκιξε το πλήθος. 3. φέρνομαι βάναυσα, διώχνω κάποιον, τον αποπαίρνω: Ήρθε να μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)